Για την έκδοση των 8 Τούρκων αξιωματικών

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

για την έκδοση των οκτώ Τούρκων αξιωματικών

Στις 10, 11 και 13 Ιανουαρίου 2017 το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου καλείται, εφαρμόζοντας τις γενικώς παραδεγμένες αρχές του διεθνούς δικαίου, των Διεθνών Συμβάσεων που έχει κυρώσει η Ελλάδα, του Συντάγματος και των Νόμων, να αποφανθεί επί των αιτήσεων έκδοσης των οκτώ αξιωματικών που διέφυγαν στην Ελλάδα μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στη γείτονα χώρα.

Δεν κρίνεται από τον Άρειο Πάγο το αν συμμετείχαν στη απόπειρα πραξικοπήματος. Αν επιχείρησαν να ανατρέψουν βίαια την εκλεγμένη κυβέρνηση της γείτονος, πράγμα που αρνούνται. Γι΄αυτό η θέση της «Κίνησης Πολιτών για μια Ανοικτή Κοινωνία» σχετικά με το θέμα της ενδεχόμενης έκδοσής τους δεν αξιολογεί την εμπλοκή τους ή μη στην απόπειρα πραξικοπήματος.

Η Ελλάδα, έχοντας ενστερνιστεί τις αρχές του Ουμανισμού, κεντρικό σημείο του οποίου είναι ο σεβασμός των  ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών, έχει υιοθετήσει την Οικουμενική Διακήρυξη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών (και έχει περιλάβει στο Σύνταγμά της και σε ειδικές νομικές διατάξεις) και έχει κυρώσει Διεθνείς Συμβάσεις, όπως την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σύμφωνα με το άρθρο 3 της οποίας «ουδείς επιτρέπεται να υποβληθή εις βασάνους ούτε εις ποινάς ή μεταχείρισιν απανθρώπους ή εξευτελιστικάς» και τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά των Βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας. Η τελευταία απαγορεύει τα βασανιστήρια, ορίζοντάς τα ως «κάθε πράξη με την οποία, σωματικός ή ψυχικός πόνος ή έντονη οδύνη επιβάλλονται με πρόθεση σ” ένα πρόσωπο, με σκοπό ιδίως να αποκτηθούν απ” αυτό ή από τρίτο πρόσωπο πληροφορίες ή ομολογίες, να τιμωρηθεί για μια πράξη που αυτό ή τρίτο πρόσωπο έχει διαπράξει ή είναι ύποπτο ότι την έχει διαπράξει».

Η απαγόρευση είναι απόλυτη: «Καμία απολύτως εξαιρετική περίσταση, είτε αποτελεί κατάσταση πολέμου ή απειλή πολέμου, εσωτερική πολιτική αστάθεια ή κάθε άλλη κατάσταση ανάγκης, δεν μπορεί να προβληθεί ως δικαιολογία για βασανιστήρια», ενώ «Εντολή προϊσταμένου ή δημόσιας αρχής δεν μπορεί να προβληθεί ως δικαιολογία για βασανιστήρια». Η ευθύνη είναι ατομική.

Εξ άλλου «Κανένα Κράτος Μέρος δεν θα απελαύνει, δεν θα επαναπροωθεί («refouler»), ούτε θα εκδίδει πρόσωπο σε άλλο Κράτος, όπου υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτό το πρόσωπο θα κινδυνεύσει να υποστεί βασανιστήρια.

Με σκοπό να καθοριστεί, αν υπάρχουν αυτοί οι λόγοι, οι αρμόδιες αρχές θα λάβουν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία, που περιλαμβάνουν, ενδεχομένως, την ύπαρξη στο Κράτος για το οποίο πρόκειται ενός συνόλου συστηματικών, σοβαρών, κατάφωρων ή μαζικών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

Η περίπτωση των οκτώ Τούρκων εκζητούμενων δεν είναι θέμα μόνον τύπου αλλά ουσίας. Η προστασία της ζωής και η αποφυγή βασανιστηρίων είναι κεντρικά ανθρώπινα δικαιώματα που εφαρμόζονται «στον καθένα», είτε τον «συμπαθούμε» είτε όχι.

«Διπλωματικές διαβεβαιώσεις» ότι δεν θα υπάρξουν βασανιστήρια δεν είναι πειστικές όταν αφορούν ένα κράτος όπου επισήμως έχει ανακοινωθεί ότι 22 φυλακισμένοι ως ύποπτοι συμμετοχής στη απόπειρα πραξικοπήματος έχουν  βρεθεί νεκροί στα κελιά τους. Και αυτό, ανεξαρτήτως της απειλής επαναθέσπισης της θανατικής ποινής, ενώ τα δημόσια λυντσαρίσματα με επίσημη προτροπή ή επιβράβευση, συνιστά πραγματική απειλή κατά της ζωής.

Η ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων προστασίας των δικαιωμάτων των εκζητουμένων είναι θέμα τόσο κρίσιμο για τον νομικό και γενικότερο πολιτισμό μας, που η αμφιβολία πρέπει πάντα να ενεργεί υπέρ του προσώπου του οποίου ζητείται η έκδοση.