Στο πλαίσιο της σειράς «Η επιστήμη στη ζωή μας», του Megaron-plus, έγινε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στις 12 Μαΐου 2016, συζήτηση με θέμα Ευθανασία: δικαίωμα στον θάνατο; Στους τέσσερεις άξονες – τη θεολογία, τη φιλοσοφία, την ιατρική και τη νομική – αρθρώθηκε η συζήτηση, με ομιλητές τον Πρωτοπρεσβύτερο Βασίλειο Ι. Καλλιακμάνη, καθηγητή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με την εισήγηση: «Από το ευ ζην στο ευ θνήσκειν: διλήμματα μπροστά στην εξατομίκευση του θανάτου», την Σταυρούλα Τσινόρεμα, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, που εξέτασε το φιλοσοφικό ερώτημα «Υπάρχει “δικαίωμα” στον θάνατο;», την Νίνα Μαγκίνα-Βλαχαντώνη, ιατρό πνευμονολόγο-εντατικολόγο, με τίτλο «Μπροστά στο τέλος… με εξαντλημένη την ιατρική φαρέτρα» και τον Νίκο Φραγκάκη, Δικηγόρο και Αντιπρόεδρο της Κίνησης Πολιτών για μια Ανοιχτή Κοινωνία (που ήταν και ο συντονιστής της συζήτησης), με θέμα «Ευθανασία, μεταίχμιο ζωής και θανάτου. Η νομική προβληματική».
Ο π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης επισήμανε ότι ενώ είχαμε εξορίσει την Ηθική από τις κοινωνίες και ειδικότερα τη χριστιανική ηθική, διότι την θεωρήσαμε ως ηθικολογία, αυτή επανέρχεται με έντονο τρόπο και νέους «Κώδικες Δεοντολογίας». Στο δυτικό κόσμο ο θάνατος από κοινοτικό-συλλογικό γεγονός γίνεται ατομικό δικαίωμα. Η πορεία αυτή πέρασε από πολλά φιλοσοφικά και κοινωνικά ρεύματα: Ανθρωπισμός (15-16αι.: ατομική οδύνη απέναντι στη φθορά). Διαφωτισμός (18 αι.: αντίδραση στην ποιμαντική του φόβου του Μεσαίωνα και «ορθολογικοποίηση» του θανάτου). Ρομαντικός θάνατος, τραγικός και σαγηνευτικός (Μπάϊρον, Γκαίτε κλπ). Υπαρξισμός (ενορατικός θάνατος). Άρνηση του θανάτου (ταμπού).
Υπάρχει χριστιανική ευθανασία; Η Εκκλησία εύχεται τα τέλη της ζωής του ανθρώπου να είναι «ανώδυνα και ειρηνικά». Μπορούμε να υπερβούμε το φόβο του θανάτου; Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι Εκκλησία της Αναστάσεως.
Η Σταυρούλα Τσινόρεμα ανέπτυξε τη φιλοσοφική προβληματική περί της ευθανασίας και, μετά μια σύντομη ιστορική αναδρομή, αποσαφήνισε διάφορες μορφές κι εκδοχές της ευθανασίας στη σύγχρονη ηθικο-φιλοσοφική συζήτηση. Στη συνέχεια, υπέβαλε σε κριτική τη θέση πως υπάρχει δικαίωμα στον θάνατο και κατέληξε με μια συζήτηση βασικών επιχειρημάτων υπέρ και κατά της ιατρικώς υποβοηθούμενης αυτοκτονίας.
Η Νίνα Μαγκίνα-Βλαχαντώνη έθεσε το ερώτημα, γιατί συζητάμε για το δικαίωμα στο θάνατο, σε συνάρτηση με την παράταση επιβίωσης χάρη και στην εξέλιξη της τεχνολογίας υποστήριξης οργάνων. Το πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί ο γιατρός κατά το τέλος της ζωής του ασθενούς διέπεται από το νομικό περιβάλλον αλλά από την αντίληψη της κοινωνίας περί ζωής και θανάτου – παράγοντες που διαμορφώνουν την ιατρική δέσμευση και τις αρχές ιατρικής ηθικής. Το πόσο έτοιμος είναι ο γιατρός να χειριστεί το τέλος της ζωής προϋποθέτει όχι μόνο ειδική εκπαίδευση αλλά και κουλτούρα και δυνατότητα συνεργασίας με άλλους θεσμούς, ενώ πρέπει να υπάρχουν και οι απαραίτητοι πόροι και υποδομές. Περιεχόμενο και υλοποίηση διαδικασίας ανακούφισης, μέχρι να πλησιάσει το τέλος, οπότε να εξαντλούνται οι ιατρικές δυνατότητες με άμβλυνση συμπτωμάτων και παράλληλη επικοινωνία και ενημέρωση ασθενούς-συγγενών, με προσέγγιση μεταφυσικών ερωτημάτων και ανησυχιών. Χρειάζεται μια ανοικτή συζήτηση με στόχο την αποκατάσταση εμπιστοσύνης στο ιατρικό λειτούργημα και σύστημα και την δημιουργία νομικού περιβάλλοντος περιορισμού της αμυντικής ιατρικής. Για μια Εθνική στρατηγική τέλους ζωής.
Στη νομική προβληματική για την Ευθανασία, μεταίχμιο ζωής και θανάτου, ο Νίκος Φραγκάκης έθεσε το ερώτημα: Είναι νοητή, στο πλαίσιο μιας συνταγματικής τάξης καταστατικά προσανατολισμένης στην προστασία της ανθρώπινης ζωής, η αναγνώριση ενός δικαιώματος στο θάνατο; Ο νομικός, εκ πρώτης όψεως, απαντάει ότι ένα τέτοιο δικαίωμα είναι ασύμβατο με το θεμέλιο της έννομης τάξης, τη διαφύλαξη δηλαδή της ανθρώπινης ζωής, αφού υπονοεί την αυτοκατάργησή της. Ο όρος «δικαίωμα» στο θάνατο υπονομεύει την ίδια την έννοια του νομικού κανόνα που είναι η απόλυτη προστασία της ζωής. Ως εκ τούτου, το δικαίωμα στη ζωή δεν εμπεριέχει a contrario ένα δικαίωμα στο θάνατο, σαν να επρόκειτο για τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Είναι από την άλλη σαφές ότι μια φιλελεύθερη έννομη τάξη δεν μπορεί να καταστήσει τη ζωή νομική υποχρέωση, διότι τότε επεμβαίνει ανεπίτρεπτα στην κατεξοχήν μύχια επιλογή του ατόμου και καταργεί τον πυρήνα της προσωπικής του αυτονομίας.
Όταν η άρνηση θεραπείας οφείλεται σε προσωπική επιλογή του αρρώστου, ο κανόνας είναι ότι υπερέχει η σωτηρία του απέναντι στην αντίθετη βούλησή του. Άρα, για τις περιπτώσεις στις οποίες συγκρούονται τα αγαθά της ζωής, της αυτονομίας και της υγείας, προηγείται η ζωή, έπεται η προσωπική ελευθερία και ακολουθεί η υγεία. Αν δεν διακυβεύεται η ζωή, ο γιατρός οφείλει να απέχει από κάθε ιατρική ενέργεια, αποδεχόμενος την βούληση του ασθενούς. Δηλαδή, μεταξύ προσωπικής ελευθερίας και απλώς υγείας, προηγείται το πρώτο αγαθό. Αντιθέτως, αν κινδυνεύει η ζωή, η προσωπική ελευθερία υποχωρεί και ο γιατρός θα πρέπει να λύσει το δίλημμα υπέρ της ζωής και σε βάρος της προσωπικής ελευθερίας.
Εφόσον η ζωή νοείται ως βιολογικό γεγονός, κάθε πρόσωπο, και αυτό που κατά τη γέννησή του δεν είναι βιώσιμο και αυτό που είναι ανίατα άρρωστο ή ετοιμοθάνατο, έχει δικαίωμα να ζήσει έως τη φυσική επέλευση του θανάτου του. Συνεπώς, νομικά δεν μπορεί να νοηθεί «ζωή ανάξια να τη ζήσει κανείς» λόγω της σωματικής ή διανοητικής κατάστασής του. Το Σύνταγμα προστατεύει τη ζωή με τρόπο απόλυτο. Το ποινικό δίκαιο προσφέρει την προστασία της ζωής δια των κυρώσεων που προβλέπει: Κάθε φορά που υπάρχει σοβαρή υπόνοια ότι ο θάνατος μπορεί να συνδέεται με πράξη ή παράλειψη γιατρού ή άλλου προσώπου, πρέπει να εξετάζεται αν πρόκειται για ανθρωποκτονία από πρόθεση, από αμέλεια ή από οίκτο ή για συμμετοχή σε αυτοκτονία.
Οι υπέρμαχοι του δικαιώματος στο θάνατο βασίζουν τη θέση τους στην παραδοχή ότι αντικείμενο των ατομικών δικαιωμάτων δεν είναι το ίδιο το αγαθό (ζωή, ελευθερία κλπ.), αλλά η βούληση του φορέα του να το διατηρήσει. Εναντίον της βούλησης αυτής, που συνιστά και το αντικείμενο της προστασίας, δεν υπάρχει κάτι άξιο προστασίας από την έννομη τάξη. Συνεπώς, σύμφωνα με την άποψη αυτή, το διεκδικούμενο δικαίωμα στο θάνατο πηγάζει από το δικαίωμα στη ζωή, ως αρνητική όψη του τελευταίου. Μπορεί ο άνθρωπος να διαθέσει τη ζωή του σε απόλυτο σημείο αφανισμού της, όπως μπορεί να διαθέσει ένα αντικείμενο της ιδιοκτησίας του; Δεν μπορεί κανείς να πουλήσει τον εαυτό του και να γίνει δούλος, ούτε ο φυλακισμένος να συναινέσει στην υποβολή του σε βασανιστήρια, ούτε ο κατηγορούμενος να παραιτηθεί από το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Κανείς δεν μπορεί να παραιτηθεί από οποιοδήποτε συνταγματικό του δικαίωμα για πάντα.
Σύμφωνα με μια άλλη άποψη, το δικαίωμα στο θάνατο συνιστά «μία ιδιαίτερη εκδήλωση του γενικού δικαιώματος επί της προσωπικότητας» και ο ασθενής έχει δικαίωμα να αρνηθεί θεραπεία, γνωρίζοντας ότι η άρνησή του αυτή θα τον οδηγήσει στο θάνατο. Το αντεπιχείρημα σ’ αυτό είναι ότι το Σύνταγμα αναφέρεται στην ανάπτυξη της προσωπικότητας και όχι στην αυτοκαταστροφή της.
Το μόνο αγαθό ανώτερο της ζωής που θα μπορούσε να οδηγήσει στην άρση του άδικου χαρακτήρα της ευθανασίας, θα ήταν η «ανθρώπινη αξιοπρέπεια», η οποία εκμηδενίζεται όταν ο βίος έχει χάσει την κοινωνική του σημασία και έχει καταστεί ένα επαχθές και γυμνό βιολογικό γεγονός. Ενδιαφέρουσα είναι η ρύθμιση του άρθρ. 29 Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ιατρικές αποφάσεις στο τέλος της ζωής». Στην 1η παρ. η διάταξη επιβάλλει στο γιατρό «να συμπαρίσταται στον ασθενή μέχρι το τέλος της ζωής του και να φροντίζει ώστε να διατηρεί την αξιοπρέπειά του μέχρι το σημείο αυτό. Έτσι φαίνεται να νομιμοποιείται η παθητική ευθανασία, όταν οποιαδήποτε ιατρική ενέργεια κρίνεται μάταιη. Εντούτοις, η παρ. 3 του ίδιου άρθρου υπενθυμίζει στο γιατρό πως «οφείλει να γνωρίζει ότι η επιθυμία ενός ασθενή να πεθάνει, όταν αυτός βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο, δεν συνιστά νομική δικαιολόγηση για τη διενέργεια πράξεων οι οποίες στοχεύουν στην επίσπευση του θανάτου». Αυτή η υπόμνηση, σε συνδυασμό με την παραπομπή του Κώδικα στον Όρκο του Ιπποκράτη και εκείνης για τη σύγκρουση καθηκόντων με βάση τον απόλυτο σεβασμό της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας, επανατοποθετεί τους αυστηρούς περιορισμούς του γενικού κανόνα απαγόρευσης της – ενεργητικής, τουλάχιστον – ευθανασίας.
Η ζωή κάθε προσώπου δεν αξίζει μόνο για το ίδιο αλλά και για τους άλλους που μαζί τους συλλειτουργεί. Παραδοχή δικαιώματος στο θάνατο θα σήμαινε πως η έννομη τάξη παρέχει σε κάθε άνθρωπο την εξουσία να καταλύσει τους προσωπικούς δεσμούς που συγκροτούν την κοινωνία. Κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση με τον προορισμό της, που είναι η προώθηση της ζωής ‘εν κοινωνία δικαίου’. Αντίθετα, οι απόψεις περί «δικαιώματος» στο θάνατο αναπτύχθηκαν στις σύγχρονες κοινωνίες του άγριου καπιταλισμού, που προωθούν το πρότυπο του μοναχικού ατόμου και μιλούν στο όνομα της αξιοπρέπειάς του ενώ οι ίδιες το εξαθλιώνουν.
Τέλος, το δίκαιο ούτε μπορεί ούτε πρέπει να τα ρυθμίζει όλα, να εκνομικεύει όλες τις βιοτικές σχέσεις˙ αντίθετα οφείλει να αφήνει πεδία της ανθρώπινης ζωής αρρύθμιστα, ιδίως όσα διαφεύγουν από την κανονικότητα και αγγίζουν τα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης.
Copyright ΚΙΝΗΣΗ ΠΟΛΙΤΩΝ για μια Ανοικτή Κοινωνία 2014 by Conne3ion