Ομιλία του Προέδρου της Κίνησης Πολιτών,
Πρέσβη ε.τ., κ.Ι.Α.Ζέπου,
στο Ι.ΔΙ.Σ. του Παντείου Πανεπιστημίου
Το θέμα των Σκοπίων έχει απασχολήσει τις Ελληνικές Κυβερνήσεις και την Ελληνική Διπλωματία, τουλάχιστον από την εποχή των Βαλκανικών πολέμων και πιο πρόσφατα από τα τέλη της δεκαετίας του 1940.
Από την πλευρά μου, έχω ζήσει το θέμα των Σκοπίων και της ονομασίας της χώρας, από τότε που ξεκίνησα την Διπλωματική μου σταδιοδρομία το 1974 και ειδικότερα την περίοδο που ήμουν Επιτετραμμένος στη Λισσαβόνα, το 1992, στο Σικάγο, ως Γενικός Πρόξενος, όπου στην ευρύτερη περιοχή της Πολιτείας του Ιλινόι, υπάρχει δυναμική Σκοπιανή παρουσία και κινητοποίηση, στο ΝΑΤΟ, ως Πληρεξούσιος Υπουργός και Αναπληρωτής Μ.Α. και αργότερα Πρέσβης, Μόνιμος Αντιπρόσωπος και τέλος, ως Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εξωτερικών την περίοδο 2009 – 2012.
Σε διαφορετικές φάσεις της σύγχρονης ιστορίας μας, το ζήτημα αυτό, αποτέλεσε μια δυσάρεστη εμπλοκή που πολλές φορές, αντιμετωπίσαμε δυναμικά και άλλες φορές λιγότερο έντονα εστιάζοντας στα ευρύτερα μεταπολεμικά συμφέροντα της Ελλάδας στην περιοχή των Βαλκανίων και στις απαραίτητες, ευρύτερες προτεραιότητες της εξωτερικής μας πολιτικής.
Το θέμα αυτό, βρισκόταν γενικά σε ύπνωση, χωρίς ποτέ βέβαια να ξεχαστεί, σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, της οποίας αποτελούσε τμήμα η «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Από καιρού σε καιρό, ανέβαιναν ή έπεφταν οι τόνοι, ανάλογα με τις επιδιώξεις του Βελιγραδίου να ενοχλήσει την Ελλάδα, σε ένα θέμα στο οποίο υπήρξε πάντοτε ευαίσθητη, λόγω της δικής μας Μακεδονίας.
Η συνέχεια του ζητήματος αυτού, εμφανίζεται σταδιακά, κατά κάποιο τρόπο, μετά την μεταπολίτευση του 1974 και την προσέγγιση του τότε Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, προς τις Κυβερνήσεις των Βαλκανικών γειτόνων μας, σε μια προσπάθεια δημιουργίας ενός καλύτερου συνολικά κλίματος στις σχέσεις μεταξύ των Χωρών της περιοχής, σε μια εποχή, όπου ακόμη η Σοβιετική Ένωση υπήρχε και μεσουρανούσε.
Η νεότερη φάση, την οποία αντιμετωπίζουμε ακόμη και σήμερα, άρχισε μετά την διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας το 1991 και την αναγνώριση, ως ανεξαρτήτων κρατών, των πρώην Ομόσπονδων Δημοκρατιών της.
Μέσα σ’αυτήν την καταιγίδα, από όπου δεν έλειψαν βεβαίως οι γνωστές τραγικές ενδογιουγκοσλαβικές ένοπλες συγκρούσεις, επιχειρούν τα Σκόπια, την αναγνώρισή τους διεθνώς, ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας», όνομα, το οποίο και είχαν στην πρότερη ενιαία Γιουγκοσλαβική οντότητα.
Από την εποχή εκείνη και μέχρι σήμερα, παρά τις τόσες προσπάθειες, δεν έχει επιτευχθεί λύση στο ζήτημα.
Η ατυχής προσπάθεια επίλυσης του θέματος το 1992, όπου η οντότητα αυτή, είχε απόλυτη ανάγκη διεθνούς αναγνώρισης και θα ήταν διατεθειμένη, ενδεχομένως, να προβεί στις απαραίτητες έναντι των Αθηνών υποχωρήσεις, ατυχώς χάθηκε, με την άρνηση, τότε, της Αθήνας, να αποδεχθεί την ονομασία «Νέα Μακεδονία», καθώς και τα υπόλοιπα μέτρα του πακέτου Πινέϊρο.
Από τότε, μπήκαμε σε έναν ανεμοστρόβιλο παθών, αρχικά Ελληνικό και αργότερα Σκοπιανό, όπου και οι δύο πλευρές, επιχείρησαν μια υπέρμετρη Εθνοκεντρική πλειοδοσία, ιδιαίτερα όμως με τον επιθετικό αλυτρωτισμό και τις αρχαϊκές ακρότητες των Σκοπίων, τα προβληματικά και εχθρικά σχολικά εγχειρίδιά τους και την γενικότερη αρνητική κινητοποίηση της κοινωνίας έναντι της Ελλάδος.
Αντίστοιχα, από την Ελληνική πλευρά, ναι μεν, ο επιχειρηματικός κόσμος «κατέκτησε» τα Σκόπια με ποικίλες επενδύσεις, όμως, στο επίπεδο της κοινωνίας, παρέμειναν οι γνωστές αγκυλώσεις του παρελθόντος όπου ορισμένα πολιτικά κόμματα, μερίδα της κοινωνίας και της εκκλησίας, δεν επέτρεψαν, διαχρονικά, να θεραπευθεί η πληγή αυτή και την διατήρησαν ανοιχτή.
Σήμερα, προσπαθώντας και πάλι, να πιάσουμε την άκρη του νήματος, που μπορεί να οδηγήσει σε μια λύση της εκκρεμότητας αυτής, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει, ότι τα λάθη του παρελθόντος, τόσο από πλευράς Σκοπίων όσο και από πλευράς Αθηνών, δεν θα ξεπερασθούν με ένα απλό φύσημα του αγέρα.
Είναι, πάντοτε δύσκολο να ξαναρχίζει κανείς αυτή τη συζήτηση, που τόσο πολύ έχει ακουμπήσει συγκινησιακά μια μερίδα Ελλήνων, και που φοβάμαι, ότι έχει στερήσει από ένα μεγάλο μέρος των συμπατριωτών μας, τη δυνατότητα να το αντιμετωπίσουν ψύχραιμα και ρεαλιστικά.
Κατά καιρούς, στο παρελθόν, αλλά και πρόσφατα, έχουν γραφεί από έγκυρους αναλυτές, διάφορες απόψεις σχετικά με το θέμα αυτό και τις προοπτικές επίλυσής του, άλλες επιφυλακτικές και άλλες περισσότερο ορθολογιστικές, αλλά, έχω την εντύπωση, ότι στην τωρινή συγκυρία αυτά που γράφονται και ακούγονται, ίσως και λόγω του χρόνου που έχει μεσολαβήσει, είναι περισσότερο ρεαλιστικά και εποικοδομητικά από ότι πρότερα.
Έχει λοιπόν υπάρξει, θεωρώ, κάποια πρόοδος, ιδίως αν συγκρίνουμε το σήμερα με το 1992. Για μένα, το ενδεχόμενο λύσης ή μη, άπτεται κυρίως της συνολικής θέσης της υγιούς κοινής γνώμης του Τόπου και της τόλμης των πολιτικών δυνάμεων της Χώρας, δεδομένου ότι, τόσο οι απαραίτητες Συνταγματικές προβλέψεις, όσο και η Ενδιάμεση Συμφωνία, έχουν ήδη καλύψει ένα μεγάλο μέρος του «νομικού δρόμου» που πρέπει να ακολουθηθεί.
Σε αυτές τις ρυθμίσεις, οι οποίες καλόν θα ήτο να αποτελέσουν αντικείμενο Διεθνούς Συμφωνίας, θα πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνονται :
Σ” αυτή τη γραμμή κινήθηκε άλλωστε, και ο Πορτογάλος ΥΠΕΞ, Πινέϊρο, στο σχέδιο του έτους 1992, που είχε τη γνωστή, άτυχη πορεία.
Θυμάμαι, ότι το σχέδιο αυτό, παραδόθηκε στις Βρυξέλλες, ενώ σε μένα που ήμουν εκείνη την εποχή, Επιτετραμμένος στη Λισσαβόνα, κλήθηκα στο Πορτογαλικό ΥΠ.ΕΞ. όπου μου εξηγήθηκε, δια μακρόν, η όλη προσέγγιση της τότε Πορτογαλικής Προεδρίας των Ε.Κ. στο θέμα, προκειμένου να βρεθεί βιώσιμη λύση.
Μετά την απόρριψη της Πορτογαλικής πρότασης και των όσο γνωστών γεγονότων ακολούθησαν στο ελληνικό εσωτερικό πολιτικό πεδίο, αλλά και στις διεθνείς μας σχέσεις, ξαναβρήκα το Σκοπιανό και πάλι στο ΝΑΤΟ, την περίοδο 1994 – 1997, ως Αναπληρωτής Μ.Α. αλλά και μεταγενέστερα, ως Πρέσβης και Μόνιμος Αντιπρόσωπος στο ΝΑΤΟ, την περίοδο 2004 – τέλη 2007.
Βασικό χαρακτηριστικό των δύο αυτών ΝΑΤΟϊκών περιόδων, ήταν η αδυναμία των Συμμάχων, αλλά και των τρίτων, να καταλάβουν την «υστερία» της Αθήνας, στο θέμα, παρά τις συνεχιζόμενες αναγνωρίσεις του κράτους αυτού, ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και τη δική μας, κύρια μέριμνα, να παρακολουθούμε και να επιτιμούμε διαρκώς, όλους εκείνους, Κράτη, Κυβερνήσεις, Οργανισμούς, Θεσμούς και πρόσωπα, που γραπτά ή προφορικά, χρησιμοποιούσαν τον όρο «Μ» για να περιγράψουν τη χώρα αυτή, είτε από γενικότερη αδιαφορία για ένα θέμα που τους ξεπερνούσε, είτε γιατί, ήταν εντελώς αδύνατο να αντιληφθούν την ανησυχία που προκαλούσε στην Ελλάδα η ύπαρξη της μικρής αυτής χώρας στα βόρεια σύνορά της.
Έτσι, πέρασαν τα χρόνια, με διάφορες κατά καιρούς προσπάθειες, που πάντοτε πρόσκρουαν τελικά, στον εθνολαϊκισμό μιας μερίδας Ελλήνων, στην εκκλησία, στα εσωτερικά ελληνικά πολιτικά και κομματικά παιχνίδια και τέλος, στον φόβο της απώλειας ψήφων στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό.
Το διάστημα 1992 – 2007, χάθηκαν πολύτιμος χρόνος και ευκαιρίες για να λυθεί το θέμα και να δοθεί στην Ελλάδα, που είναι η σημαντικότερη και πλέον ανεπτυγμένη χώρα της περιοχής, μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, η ηγετική θέση που θα μπορούσε να έχει στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.
Αντ’αυτού, αυτή συνέχιζε να μάχεται, με απόλυτη αποτυχία, τον περιορισμό των αναγνωρίσεων της λεγόμενης «Μ» με μια στείρα γενικότερη πολιτική, που καμία χώρα δεν καταλάβαινε ούτε σεβόταν.
Στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, το 2008 στο Βουκουρέστι, καταφέραμε και πάλι να «απωθήσουμε» το θέμα, με αίσθηση μεγάλης εθνικής επιτυχίας, αν και αργότερα, ενώ υπήρξε ομοφωνία στη σχετική απόφαση της Συμμαχίας, καταδικαστήκαμε από το Διεθνές Δικαστήριο για επίκληση VETO ενάντια στις προβλέψεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, αποκλειστικά και μόνο γιατί προβλήθηκε τούτο για λόγους εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης.
Το θέμα θα μας ακολουθούσε διαχρονικά, μέχρις ότου αποφασίσουμε να δεχθούμε έναν ευπρεπή και δίκαιο συμβιβασμό, που δεν μπορούμε να αποφύγουμε, αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές και ουσιαστικά παρόντες σαν Χώρα, στη γεωγραφική μας γειτονιά.
Τα ίδια συνέβησαν και στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ το 2012 στο Σικάγο, όπου, άλλα, σοβαρότερα θέματα εξετάσθηκαν από τη Συμμαχία. Όμως, η τότε «περιδίνηση» της Ελλάδος μέσα στη σοβαρή οικονομική κρίση και η Υπηρεσιακή Κυβέρνηση, που είχε αναλάβει, εν όψει εκλογών, βοήθησαν στο να μην τεθεί καν το Σκοπιανό στο τραπέζι του ΝΑΤΟ.
Ήμουν τότε Γενικός Γραμματέας του ΥΠ.ΕΞ. και συμμετείχα με τον Π. Μολυβιάτη, ως Αρχηγό της Αντιπροσωπείας στη Σύνοδο αυτή.
Έρχομαι τώρα, στον τίτλο της σημερινής συνάντησης. Μπορούμε να λύσουμε το Μακεδονικό;;;;
Πιστεύω, ότι σαν χώρα, μπορούμε κάλλιστα να λύσουμε, σήμερα, αυτό που αποτύχαμε να λύσουμε το 1992, οπότε και υπήρχε ένα πολύ ευνοϊκότερο γεωπολιτικό, περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον, αρκεί να κινηθούμε βλέποντας εποικοδομητικά προς το μέλλον και χωρίς τον φόβο των ομάδων εκείνων, που κινητοποιούνται δυναμικά και αρνητικά, τρομοκρατώντας τις Κυβερνήσεις, τα πολιτικά κόμματα και τους πολίτες εκείνους, που ανησυχούν για το μέλλον του Τόπου και συντάσσονται, αναγκαστικά, με την «ακινησία».
Θα πρέπει λοιπόν, να αναζητηθούν οι λύσεις εκείνες, που αφορούν τους πολλούς μέσα στη Χώρα μας και όχι τις μειοψηφίες. Λύσεις, που θα είναι ωφέλιμες για την Ελλάδα και τους Έλληνες μακροπρόθεσμα και που θα την εξασφαλίσουν μέσα σε μια ευρύτερη περιοχή, όπου αυξάνονται συνεχώς οι διάφοροι, πολλές φορές κακόβουλοι παίκτες, που ευδοκιμούν όταν παρουσιάζονται τέτοια άλυτα θέματα, τα οποία και εκμεταλλεύονται ανάλογα.
Ι. Α. ΖΕΠΟΣ
Copyright ΚΙΝΗΣΗ ΠΟΛΙΤΩΝ για μια Ανοικτή Κοινωνία 2014 by Conne3ion