Πολυνομία-Κακονομία-Ανομία:Ποιος ο δρόμος της ανόρθωσης;

Τώρα που βιώνουμε μια πρωτοφανή κρίση, όχι μόνο δημοσιονομική και οικονομική αλλά γενικότερα κρίση θεσμών και κοινωνικής συνοχής, το πρόβλημα της ποιότητας των νόμων και της εφαρμογής τους γίνεται οξύτερο παρά ποτέ. Αυτή ήταν η βασική διαπίστωση της συζήτησης που οργάνωσε στο ΕΒΕΑ την Πέμπτη 10/02/11 η Κίνηση Πολιτών για μια Ανοικτή Κοινωνία, με ομιλητές τους κυρίους: Νικηφόρο Διαμαντούρο, Λέανδρο Ρακιντζή και Παναγιώτη Τσούκα.

Μπροστά σε πυκνό ακροατήριο οι τρεις ομιλητές, πλούσιοι σε γνώσεις και εμπειρίες, ελληνικές και ευρωπαϊκές, γύρω από τα προβλήματα – νομοθετικά, διοικητικά και δικαστικά – του αρνητικού τριπτύχου που μαστίζει τις σχέσεις του πολίτη με το κράτος, ανέπτυξαν τις θέσεις τους.

Ο Λ. Ραιντζής αφόρισε το δικό του λόγο με την λέξη «μπάχαλο», που τη σημασιολόγησε ως «κατάσταση μεγάλης σύγχυσης, ανακατωσούρα». Παρακάτω ο ίδιος θύμισε τη ρήση της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων, ότι δεν έχει σημασία η έννοια μιας λέξης, αλλά ποιος έχει την εξουσία να την επιβάλλει. Τις καταστάσεις ανομίας υποθάλπουν, διευκολύνουν και συντηρούν διάφορα ιδιοσυγκρασιακά φαινόμενα, κοινωνικά συμπλέγματα, ταξικοί και συνδικαλιστικοί αγώνες και διαστρεβλώσεις γεγονότων από ΜΜΕ. Υπάρχουν ακόμη διάφορα ταμπού που ισχύουν για ορισμένους: κρατικούς λειτουργούς, κοινωνικές κάστες κ.α. που θεωρούνται υπεράνω ελέγχου και δεν επιτρέπεται να συζητά κανείς γι’ αυτούς
αρνητικά. Οι έννοιες της ανομίας, παρανομίας, κακονομίας δεν αφορούν όποιους καλύπτονται από τα ταμπού, έχουν πλήρη ασυλία και όποιος τολμήσει να αναφερθεί αρνητικά γι’ αυτούς, να καταγγείλει ή να ζητήσει έλεγχο, γίνεται αυτομάτως αποσυνάγωγος, ή αλλιώς θεωρείται γραφικός. Στην Δημόσια Διοίκηση, πάλι, για την έννοια και την εφαρμογή μιας διάταξης υπερισχύει η εγκύκλιος, που για τον μέσο δημόσιο υπάλληλο θεωρείται ευαγγέλιο και στο αλάθητο αυτής καταφεύγει για την ερμηνεία του νόμου, αγνοώντας το ίδιο το κείμενό του. Η βραδύτητα απονομής της δικαιοσύνης έχει φθάσει σε σημείο αρνησιδικίας, με συνέπεια το δικαιοδοτικό σύστημά μας να εμφανίζει συμπτώματα ανομίας. Στην προσπάθειά μας δεν πρέπει να θεωρήσουμε την δικαιοσύνη υπεράνω κάθε κριτικής και να την περιμένομε να κάνει την αυτοκάθαρσή της. Η καθυστέρηση περί την απονομή της δικαιοσύνης (για την οποία η χώρα μας έχει καταδικασθεί εκατοντάδες φορές από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο) και η αναποτελεσματικότητά της αποτελούν μορφές ανομίας.

Μαγικές συνταγές για την εξάλειψη της κακονομίας, της ανομίας και παρανομίας δεν υπάρχουν γιατί αυτές είναι έργα ανθρώπων, συνεπώς η μόνη λύση για την εξάλειψή τους είναι η βελτίωση όλων μας δια της παιδείας, του παραδείγματος, της σωστής μεταχείρισης, της σωστής επιλογής των προσώπων που θεσπίζουν νόμους και των προσώπων που ερμηνεύουν και εφαρμόζουν τους νόμους. Συγκεκριμένες προτάσεις του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης που θα βοηθήσουν την ανόρθωση:
α) οι εγκληματικές ενέργειες πολιτών και οι κακές πρακτικές πολιτικών να προβάλλονται επωνύμως από τα ΜΜΕ για να λειτουργήσει επιτέλους η γενική πρόληψη για την αποτροπή επαναλήψεως των ίδιων πράξεων,
β) να καταρτισθεί επιτροπή από μέλη της Κίνησης Πολιτών, που να εντοπίσει τους κακούς, άχρηστους και ξεπερασμένους νόμους, ώστε να ζητηθεί αρμοδίως και με παρέμβαση δική του η κατάργηση ή η βελτίωσή τους,
γ) αυτή την περίοδο χρέος όλων μας είναι να αντιστρέψουμε με τις πράξεις μας, τις ομιλίες μας, τα ανοίγματα προς το ευρύτερο κοινό, την αρνητική ψυχολογία των πολιτών και να προετοιμασθεί ο δρόμος προς την κοινωνική ανόρθωση και ανάκαμψη της οικονομίας. Με άλλα λόγια ζητείται ελπίς.

Ο Π. Τσούκας, αναλύοντας το πρόβλημα από τη νομοτεχνική σκοπιά και με την εμπειρία του ακυρωτικού διοικητικού δικαστή, υπογράμμισε ότι ο νόμος στην Ελλάδα φέρει στο σώμα του και επιβαρύνεται ανυπόφορα κατά την εφαρμογή του με το μείζον γνώρισμα – που συνιστά και το μέγιστο πρόβλημα – της ελληνικής κοινωνίας, σήμερα: την όλο και πιο εκτεταμένη και έντονη έλλειψη εμπιστοσύνης του Κράτους προς τους πολίτες του, των πολιτών προς το Κράτος τους και τους συμπολίτες τους, δηλαδή όλων προς όλα. Αυτό το πρόβλημα ο νόμος όχι μόνο δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει, αλλά είναι μέρος του, συναυτουργός και θύμα του. Εντούτοις η πολυνομία είναι κάποτε αναπόφευκτη λόγω της ποικιλίας και πολυπλοκότητας των αντικειμένων και δεν είναι κατ’ ανάγκην κακή. Η κριτική σ’ αυτήν είναι πολλές φορές ιδεολογική και συνδέεται με την έλλειψη εμπιστοσύνης στο νομοθέτη αλλά και στους εφαρμοστές, αφού ο πρώτος παρεμβάλλει συστηματικά άσχετες διατάξεις και οι δεύτεροι τον καλύπτουν νομολογιακά. Απαιτείται να εισαχθούν οι νομοθετικές σπουδές στα πανεπιστήμια και να ιδρυθούν fora νομικών και όχι μόνο, με αντικείμενο την καλή νομοθέτηση.

Ο Ν. Διαμαντούρος παρουσίασε το πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για καλύτερη νομοθεσία, το οποίο αφενός καλύπτει όλη τη διαδικασία υιοθέτησης ενός νόμου (σχεδιασμός, εφαρμογή, εκτέλεση, αξιολόγηση και αναθεώρηση), αφετέρου κατατείνει στη βελτίωση της θέσης του πολίτη και στην ενδυνάμωση της κοινωνίας πολιτών, εξασφαλίζοντας πιο σαφείς κανόνες δικαίου και ενισχύοντας τη διαφάνεια στη νομοθετική διαδικασία. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, κομβικός είναι ο ρόλος των διαδικασιών διαβούλευσης. Στο πλαίσιο του προγράμματος ιδιαίτερη έμφαση δίνεται επίσης στην κωδικοποίηση και αναδιατύπωση των υφιστάμενων νόμων, στην αξιολόγηση των επιπτώσεων κάθε νομοθετικής πρωτοβουλίας και στην πληρότητα των αιτιολογικών εκθέσεων. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, διαφάνεια, λογοδοσία, αναλογικότητα, συνοχή και εκπλήρωση συγκριμένου στόχου συνιστούν τις πέντε κατευθυντήριες αρχές της για “καλύτερη νομοθεσία”. Στη Σουηδία, η σαφήνεια στη διατύπωση των νόμων αποτελεί προτεραιότητα.
Oι νόμοι πρέπει να είναι σαφείς, κατανοητοί και φιλικοί προς τους αναγνώστες.
Ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής υποστήριξε ότι η βελτίωση της νομοθεσίας δεν απαιτεί αποκλειστικά νομική προσέγγιση, ενώ χρειάζεται συνεχής αναστοχασμός της διοίκησης και διαβούλευση για το αν χρειάζεται νέος νόμος ή τροποποίηση ή και κατάργηση υφιστάμενου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχαν οι παρεμβάσεις από το ακροατήριο, των καθηγητών Ν. Κλαμαρή και Γ. Κασιμάτη και του αντιπροέδρου του ΣτΕ Α. Ράντου.